- εκατομμυριοστό(ν)
- το миллионная часть, доля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μικροαμπέρ — Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό του Αμπέρ (10 6 Α). Συμβολίζεται με μΑ. * * * το (ηλεκτρολ.) μονάδα έντασης τού ηλεκτρικού ρεύματος ίση με ένα εκατομμυριοστό τού αμπέρ και με σύμβολο μΑ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
εκατομμυριοστός — ή, ό 1. αυτός που σε μια σειρά έχει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό 1.000.000 2. το ουδ. ως ουσ. το εκατομμυριοστό α) το ένα εκατομμύριο φορές μικρότερο σε σύγκριση με άλλο β) καθένα από τα ίσα μέρη μιας ποσότητας που διαιρέθηκε σε ένα… … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
κιουρί — Μονάδα μέτρησης της δραστηριότητας των ραδιενεργών σωμάτων (σύμβολο c), που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της Μαρίας Κιουρί (βλ. λ. Κιουρί, Πιερ και Μαρί). Αρχικά (παλιό κ., σύμβολο C), αντιστοιχούσε στη δραστηριότητα ενός γραμμαρίου ραδίου, ίση… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροανρί — το (ηλεκτρολ.) μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τών αυτεπαγωγών, είναι ίση με ένα εκατομμυριοστό τού ανρί και έχει σύμβολο μΗ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microhenry (βλ. μικρ[ο] )] … Dictionary of Greek
μικροβάτ — το (ηλεκτρολ.) μονάδα ισχύος τού συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος και μονάδα τής ενεργούς ισχύος τού εναλλασσόμενου ρεύματος, ίση με ένα εκατομμυριοστό τού βατ, με σύμβολο μW. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microwatt (βλ.… … Dictionary of Greek